- δουπῶ
- δουπέωsound heavypres subj act 1st sg (attic epic doric)δουπέωsound heavypres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δουπώ — και γδουπώ (AM δουπῶ, έω) [δούπος] κάνω δούπο, παράγω υπόκωφο ήχο αρχ. 1. σωριάζομαι νεκρός με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών») 2. φρ. α) «δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν» θρηνούν οι γυναίκες χτυπώντας τα χέρια στο στήθος τους β) «κώπῃ δουπῶ» χτυπώ με τα κουπιά… … Dictionary of Greek
δούπω — δού̱πω , δοῦπος any dead masc nom/voc/acc dual δού̱πω , δοῦπος any dead masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούπῳ — δού̱πῳ , δοῦπος any dead masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδούπητος — ἀδούπητος, ον (Μ) [δουπῶ] αυτός που δεν προξενεί δούπο, δηλαδή θόρυβο, ο αθόρυβος … Dictionary of Greek
γδουπώ — (AM γδουπῶ, έω) ηχώ βαριά ή υπόκωφα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δουπώ (< δούπος) με αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ , που οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (βλ. και λ. γδούπος)] … Dictionary of Greek
δούπος — ο (AM δούπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος, γδούπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δούπος φέρει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *deup και το παράγωγο ρήμα δουπώ είναι επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρομώ βρόμος). Συνδέεται πιθ. με βαλτοσλαβικές λέξεις, πρβλ. λεττ … Dictionary of Greek
θρυλώ — (ΑΜ θρυλῶ, έω) (μέσ. παθ.) θρυλούμαι είμαι ή γίνομαι θέμα κοινής συζήτησης, φημολογούμαι, κοινολογούμαι νεοελλ. διαδίδω θρύλους, διασπείρω φήμες, διαλαλώ νεοελλ. μσν. (παθ. ως απρόσ.) θρυλείται θρυλούνται λέγεται λέγονται, διαδίδεται διαδίδονται … Dictionary of Greek
καταδουπώ — καταδουπῶ, έω (AM) μσν. ξεκουφαίνω αρχ. πέφτω κάνοντας ισχυρό θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δουπῶ «κάνω θόρυβο» < δοῦπος «θόρυβος»] … Dictionary of Greek
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek